εὐτρέπτως

εὐτρέπτως
εὔτρεπτος
easily changing
adverbial
εὔτρεπτος
easily changing
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύτρεπτος — εὔτρεπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα 2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός 3. (για δέρμα) ευαίσθητος 4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι 5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος. επίρρ... εὐτρέπτως (Α) ευτρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”